ακοίταχτος

ακοίταχτος
-η, -ο και ακοίταγος [κοιτάζω]
1. αυτός που δεν τόν κοίταξαν
2. αυτός που δεν τόν φρόντισαν, που δεν τόν πρόσεξαν
3. αυτός που δεν έτυχε ιατρικής περίθαλψης, που δεν εξετάστηκε από γιατρό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακοίταχτος — η, ο 1. αυτός που δεν παρατηρήθηκε, δε θεωρήθηκε: Στέλνει στο τυπογραφείο τα χειρόγραφά του ακοίταχτα. 2. αυτός που παραμελήθηκε: Μήνες τώρα τον έχουν αφήσει ακοίταχτο. 3. αυτός που δεν εξετάζεται από γιατρό: Άφησε τον εαυτό του ακοίταχτο και τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακύτταχτος — η, ο βλ. ορθ. ακοίταχτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”